αμόχθητος

αμόχθητος
-η, -ο (Α ἀμόχθητος, -ον) [μοχθῶ]
αυτός που δεν μοχθεί, δεν καταβάλλει πολύ κόπο
νεοελλ.
αυτός που γίνεται δίχως κόπο, ο άκοπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμόχθητος — η, ο επίρρ. α αυτός που ζει ή αυτός που γίνεται χωρίς μόχθο: Αμόχθητος όπως ήταν, τα περίμενε όλα έτοιμα από τους άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμοχθήτως — ἄμοχθος free from toil and trouble adverbial ἄμοχθος free from toil and trouble masc/fem acc pl (doric) ἀμόχθητος adverbial ἀμόχθητος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμοχθος — η, ο αμόχθητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμοχθήτοισι — ἄμοχθος free from toil and trouble masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμόχθητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοχθήτοισιν — ἄμοχθος free from toil and trouble masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμόχθητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμοχθήτων — ἄμοχθος free from toil and trouble masc/fem/neut gen pl ἀμόχθητος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”